Παραμονή, της Παναγίας. Φέτος η γιορτή έπεσε μεσοβδόμαδα. Δρόμο! Ολα φορτωμένα. Βενζίνη, και τελευταίος έλεγχος στα λάστιχα. "Λίγα" γενικά, αλλά αρκετά για το ταξίδι, μετρητά στις τσέπες. Και πολλά χιλιόμετρα μπροστά.
Ανοίγω. Ευθεία. Τα πολλά οικογενειακά αυτοκίνητα που γεμίζουν την Εθνική, πηγαίνουν πολύ πιο γρήγορα απο όσο πιστεύουν οι οδηγοί τους. Λέω να περάσω όλη αυτή τη σειρά απο δεξιά, πριν την ανηφόρα στο βάθος. Δεν χρειάζεται να κατεβάσω. Λίγο παραπάνω γκάζι και η ένδειξη από 140 πετάει πάνω απο τα 200. Αλλά, γιατί απο δεξιά;
Ασε...Μην τρομάξω τον κόσμο, και πoιός ξέρει τι στραβοτιμονιά θα κάνει ο καθένας, όταν με νιώσει, ή με δει ξαφνικά να περνάω αέρα απο εκεί που δεν περιμένει; Κόβω, μένω στη λωρίδα μου, κάνω σινιάλο με τα φώτα, περιμένω λίγο, ο δρόμος ανοίγει, προσπερνάω κανονικά, εξαφανίζομαι ήρεμα.
Γιατί θέλω να γυρίσω πίσω...
Μα, τι μέρος είναι αυτό; "Πίστα" στο βουνό έχουν φτιάξει; Ασφαλτος μαύρη κατάμαυρη, και οι λευκές διαχωριστικές, φρεσκοβαμμένες, σε προσκαλούν να χαράξεις γραμμές αγωνιστικές. Και οι στροφές... Ανοιχτές, μέτριες προς γρήγορες, με σωστές κλίσεις, μέσα σε ένα πανέμορφο δασικό τοπίο. Στο βάθος, εμφανίζεται μια δεξιά στροφή με την άσφαλτο να δημιουργεί βιράζ. Δίνω δύο κάτω στο λεβιέ με το shifter, πετάγεται το μηχανάκι μπροστά, το σώμα αρχίζει να μισοβγαίνει "στραβά" δεξιά πάνω στη σέλλα, αλλά...
Ασε. Που ξέρω τι με περιμένει στην έξοδο; Ποιό τρακτέρ, ποιό σταματημένο ΙΧ; Κι αν "παρακλείνει" η στροφή; Δεν τον ξέρω τον δρόμο. Ασε. Ανεβάζω πάλι. Κόβω, συνεχίζω, και περιμένω μια στροφή με ορατότητα στην έξοδο για να χαρώ.
Γιατί θέλω να γυρίσω πίσω...
Ζέστη. Εχω σταματήσει σε ένα καφενεδάκι, με καλή θέα στη θάλασσα, λίγες στροφές χαμηλότερα. Σηκώνομαι, ανυπόμονος να βρεθώ στο νερό. Ανεβαίνω στη σέλλα, σηκώνω το σταντ. Ιδρώτας. Ρίχνω μια ματιά στο κράνος, περασμένο στο χέρι. Τι να το βάλω τώρα για πεντακόσια μέτρα κατηφόρα;
Ασε... Σβήνω, το φοράω, περνάω και το λουρί (γιατί αλλιώς θα είναι σαν να μην το φόρεσα), και αφήνω την γλυκειά βαρύτητα να με κατεβάσει στην παραλία.
Γιατί θέλω να γυρίσω πίσω...
Μα, τέτοια κίνηση έξω απο το χωριό; Και στις δύο κατευθύνσεις ο κακοπαθημένος δρόμος με τα ανοιχτά αρδευτικά χαντάκια στις άκρες, είναι γεμάτος αγροτικά, παλιά επιβατικά, ποδήλατα, μηχανάκια, το μοτέρ μου πνίγεται, το βεντιλατέρ δουλεύει ασταμάτητα, ο ήλιος έχει ανάψει τα δερμάτινα, αρχίζω να εκνευρίζομαι και κάθε τόσο κάνω έτσι με δευτέρα και περνάω καμμιά δεκαριά μαζί, αλλά η κίνηση πυκνώνει και οι άνθρωποι οδηγούν όπως κάθε μέρα. "Τι βιάζεσαι", λέω στον εαυτό μου. "Αφού δεν σταματάνε να έρχονται απο απέναντι και ο δρόμος είναι στενός, γίνε μέρος της κοινωνίας τους κι εσύ, πήγαινε για λίγα χιλιόμετρα μαζί τους".
Ασε. Χαλαρώνω, ανεβάζω δύο, χαμογελάω στον οδηγό του τρακτέρ που πετάχτηκε απότομα απο μια γράνα, χαιρετάω τον γέροντα στο τιμόνι του μισοδιαλυμένου Ντάτσουν που κινείται ακριβώς πάνω στη διαχωριστική, μη δίνοντας σαφή ένδειξη του που θέλει να πάει, και αποφεύγω με μια χαλαρή τιμονιά το τοπικό παπί με τα λάστιχα ποδηλάτου που περνάει με 100.
Γιατί θέλω να γυρίσω πίσω...
Έλα Παναγία μου Μεγαλόχαρη που χάρη στη γιορτή σου μπόρεσα κι εγώ να φύγω λίγες μέρες απο το καμίνι: Τι δύναμη έχει αυτό το μοτέρ με τα 1100 κυβικά του και τα διακόσια τόσα άλογά του;;;; Κάθε φορά που ανεβάζω στα κόκκινα, δεν το πιστεύω πως φεύγει! Να, μπροστά μου μια ευθεία ατέλειωτη. Να δώ τι θα γράψει. Τετάρτη, πέμπτη, ο αέρας αρχίζει να θολώνει την όραση, το κράνος κουνάει βίαια, όμως, τι είναι αυτό, το κάπως ασαφές, στο βάθος; Δύο, όχι τρία, αυτοκίνητα, στη μέση και δεξιά. Δεν πειράζει, θα τους περάσω όπως έρχομαι, απο αριστερά, αλλά...
Ασε. Είναι μακριά, αλλά θα τους φτάσω σε δέκατα, με άλλα 150 ή και 200 πάνω από όσα πηγαίνουν. Κι αν αλλάξει λωρίδα; Κι αν πάει να προσπεράσει; Κανείς δεν προλαβαίνει να κάνει τίποτα στα 300. Αφήνω το γκάζι, ο αέρας με φρενάρει άγρια, και συνεχίζω σε ταχύτητες, και σε αποστάσεις, όπου η αντίδραση (και το φρενάρισμα) είναι εφικτή.
Γιατί θέλω να γυρίσω πίσω...
Καλό καλοκαίρι και καλά ταξίδια σε όλους